Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η ιδιοκτησία

  • 1 ιδιοκτησία

    [идиоктисиа] ουσ. Θ. собственность.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ιδιοκτησία

  • 2 собственность

    собственн||ость
    ж ἡ ἰδιοκτησία, ἡ περιουσία:
    социалистическая \собственность ἡ σοσιαλιστική ἰδιοκτησία· государственная \собственность ἡ κρατική ἰδιοκτησία· личная \собственность ἡ προσωπική ἰδιοκτησία (или περιουσία)· частная \собственность ἡ ἀτομική ἰδιοκτησία· земельная \собственность ἡ κτηματική περιουσία, ἡ γαιοκτησία.

    Русско-новогреческий словарь > собственность

  • 3 собственность

    θ.
    1. ιδιοκτησία• περιουσία•

    частная собственность ατομική ιδιοκτησία•

    социалистическая собственность σοσισ-λιστική ιδιοκτησία•

    государственная собственность δημόσια περιουσία•

    личнэя собственность προσωπική ιδιοκτησία•

    приобретение -и απόκτηση περιουσίας•

    присвоение чужой -и ιδιοποίηση ξένης περιουσίας•

    конфискация -и δήμευση της περιουσίας•

    земельная собственность έγγεια ιδιοκτησία.

    2. κυριότητα•

    право -и δικαίωμα κυριότητας•

    приобрести в -и αποκτώ κυριότητα.

    Большой русско-греческий словарь > собственность

  • 4 достояние

    достояние с η περιουσία, η ιδιοκτησία; всенародное \достояние η παλλαϊκή ιδιοκτησία
    * * *
    с
    η περιουσία, η ιδιοκτησία

    всенаро́дное достоя́ние — η παλλαϊκή ιδιοκτησία

    Русско-греческий словарь > достояние

  • 5 владение

    владение с η ιδιοκτησία
    * * *
    с
    η ιδιοκτησία

    Русско-греческий словарь > владение

  • 6 всенародный

    всенародный παλλαϊκός; εθνικός (национальный)' \всенародный праздник η εθνική γιορτή; \всенародныйое достояние η παλλαϊκή ιδιοκτησία
    * * *

    всенаро́дный пра́здник — η εθνική γιορτή*

    всенаро́дныйое достоя́ние — η παλλαϊκή ιδιοκτησία

    Русско-греческий словарь > всенародный

  • 7 собственность

    собственность ж η ιδιοκτησία
    * * *
    ж
    η ιδιοκτησία

    Русско-греческий словарь > собственность

  • 8 частный

    частный ιδιωτικός; ατομικός, προσωπικός (индивидуальный)· \частныйая собственность η ατομική ιδιοκτησία; \частныйая торговля το ιδιωτικό εμπόριο
    * * *
    ιδιωτικός; ατομικός, προσωπικός ( индивидуальный)

    ча́стная со́бственность — η ατομική ιδιοκτησία

    ча́стная торго́вля — ιδιωτικό εμπόριο

    Русско-греческий словарь > частный

  • 9 землевладение

    η γεωκτησία, η ιδιοκτησία της γης.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > землевладение

  • 10 имущество

    η περιουσία, το υλικό, ο εξοπλισμός
    личное - τα ατομικά είδη, η ιδιοκτησία
    спасательное - мор. τα (ναυαγοσωστικά είδη

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > имущество

  • 11 кондоминиум

    1. (совладение) юр. η συγκυριαρχία (μερικών κρατών επί μιας άλλης χώρας) 2. (недвижимости) η οριζόντια ιδιοκτησία.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кондоминиум

  • 12 владение

    владе||ние
    с
    1. (обладание) ἡ κτήση [-ις], ἡ κυριότητα:
    вступить во \владениение γίνομαι κάτοχος·
    2. (собственность) ἡ ἰδιοκτησία, τό κτήμα:
    земельные \владениения τά κτήματα.

    Русско-новогреческий словарь > владение

  • 13 вторгаться

    вторгаться
    несов-, вторгнуться сов εἰσβάλλω, κάνω ἐπιδρομή, ἐπεμβαίνω:
    \вторгаться в чужие владения καταπατώ ξένη ἰδιοκτησία· \вторгаться в чужую жизнь ἐπεμβαίνω στή ζωή ἐνός ἄλλου.

    Русско-новогреческий словарь > вторгаться

  • 14 достояние

    достояние
    с
    1. (собственность) ἡ ἰδιο-κτησία, ἡ περιουσία, τό βιός, τά ὑπάρχοντα, τά ἀγαθά:
    народное \достояние ἡ λαϊκή ἰδιοκτησία·
    2. перен τό κτήμα:
    сделать нау́ку \достоянием масс κάνω τήν ἐπιστήμη κτήμα τοῦ λαοῦ.

    Русско-новогреческий словарь > достояние

  • 15 землевладение

    землевладе||ние
    с ἡ γαιοκτησία:
    государственное \землевладениение ἡ κρατική ἰδιοκτησία τής γής.

    Русско-новогреческий словарь > землевладение

  • 16 имущество

    имущест||во
    с ἡ περιουσία, τό κτήμα, τό χτήμα, ἡ ιδιοκτησία:
    движимое (недвижимое) \имуществово ἡ κινητή (ἀκίνητη) περιουσία· государственное \имуществово ἡ κρατική περιουσία.

    Русско-новогреческий словарь > имущество

  • 17 общенародный

    общенародн||ый
    прил παλλαϊκός:
    \общенародныйое достояние ἡ παλλαϊκή ιδιοκτησία

    Русско-новогреческий словарь > общенародный

  • 18 общественный

    общественн||ый
    прил в разн. знач. κοινωνικός:
    \общественныйое развитие ἡ κοινωνική ἐξέλιξη· \общественный строй τό κοινωνικό καθεστώς, τό κοινωνικό σύστημα· \общественныйые отношения οἱ κοινωνικές σχέσεις· \общественныйое производство ἡ κοινωνική παραγωγή· \общественныйая жизнь ἡ κοινωνική ζωή, ὁ κοινωνικός βίος' \общественныйое мнение ἡ κοινή γνώμη· \общественныйые организации οἱ κοινωνικές ὁργανώσεις· \общественныйая работа ἡ κοινωνική ἐργασία· \общественныйая собственность ἡ κοινωνική ἰδιοκτησία· \общественныйое имущество ἡ δημόσια περιουσία· \общественныйые доходы οἱ δημόσιες πρόσοδοι· \общественныйая обработка земли́ ἡ κοινή καλλιέργεια τής γής, ἡ συλλογική καλλιέργεια τής γής· \общественныйое землепользование ἡ κοινωνική γαιοχτησία· \общественныйое животноводство ἡ συλλογική (или κολεχτιβι-στική) κτηνοτροφία· на \общественныйых началах στή βάση ἐθελοντικής προσφορδς· ◊ \общественныйое порицание ἡ δημοσία μομφή, ἡ δημοσία κατάκριση· \общественный обвинитель ὁ δημόσιος κατήγορος· \общественныйое питание ἡ δημοσία σίτισις, ἡ δημοσία διατροφή, ἡ σίτισις στά ἐστιατόρια· \общественныйое положение ἡ κοινωνική θέση [-ις]· \общественныйые науки οἱ κοινωνικές ἐπιστήμες.

    Русско-новогреческий словарь > общественный

  • 19 социализация

    социализация
    ж ἡ κοινωνικοποίηση [-ις]. ἡ σοσιαλιστικοποίηση, ἡ μετατροπή σέ κοινωνική (σοσιαλιστική) ἰδιοκτησία

    Русско-новогреческий словарь > социализация

  • 20 хозяйство

    хозяйство
    с
    1. ἡ οίκονομία:
    мировое \хозяйство ἡ παγκόσμια οίκονομία· плановое \хозяйство ἡ σχεδιασμένη οίκονομία· народное \хозяйство ἡ ἐθνική (или ἡ λαϊκή) οίκονομία· сельское \хозяйство ἡ ἀγροτική οίκονομία· натуральное \хозяйство ἡ φυσική οίκονομία· зерновое \хозяйство ἡ καλλιέργεια σιτηρών
    2. (домашнее) τό νοικοκυριό·
    3. (в деревне) τό ἀγροτικό νοικοκυριό,· ἡ ἀγροτική ἰδιοκτησία:
    единоличное \хозяйство τό ἀτομικό νοικοκυριό· коллективное \хозяйство ὁ συνεταιρισμός, τό κολχόζ·
    4. (инвентарь) τά ἐργαλεία, τά ἐξαρτήματα, τά σύνεργα:
    \хозяйство артели τά σύνεργα τοῦ συνεταιρισμοί).

    Русско-новогреческий словарь > хозяйство

См. также в других словарях:

  • ιδιοκτησία — η 1. αποκλειστικό δικαίωμα κατοχής, εκμετάλλευσης και διάθεσης κάποιου πράγματος, κυριότητα: Ατομική ιδιοκτησία. – Ανήκει στην ιδιοκτησία του. 2. ό,τι μας ανήκει αποκλειστικά: Και αυτά τα κτήματα έγιναν ιδιοκτησία του. – Οι γυναίκες έπαψαν πλέον… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιδιοκτησία — Όρος που αναφέρεται στην κυριότητα, το απόλυτο δικαίωμα στη χρήση και εκμετάλλευση ενός πράγματος. Η καταγωγή της έννοιας της ι. ανάγεται στην προϊστορική εποχή. Ως πηγή της πιθανολογείται η ενέργεια του ενστίκτου της άμυνας. Οι έρευνες των… …   Dictionary of Greek

  • πνευματική ιδιοκτησία — Η προστασία που παρέχεται από την εσωτερική και τη διεθνή έννομη τάξη στα έργα του πρωτότυπου επιστημονικού και καλλιτεχνικού χαρακτήρα. Η προστασία αυτή αναφέρεται τόσο στην ακεραιότητα και στην οικονομική χρησιμοποίηση του έργου, όσο και στην… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • γαιοκτησία — Η ιδιοκτησία, κατοχή και χρήση της γης από συγκεκριμένους, διαφορετικούς σε κάθε περίπτωση φορείς: γένος, βασιλιά, ιερατείο, κοινότητα, άτομο. Το δικαίωμα κατοχής και χρήσης της γης δεν πρέπει να συγχέεται με το δικαίωμα ιδιοκτησίας της γης. Στην …   Dictionary of Greek

  • κοινοκτημοσύνη — Συλλογική ιδιοκτησία δύο ή περισσότερων ατόμων στα περιουσιακά αγαθά. Ως κοινοτική ιδιοκτησία, ίσχυσε στους πρωτόγονους λαούς (φυλές), όπου ήταν κοινή η εδαφική περιοχή της φυλής. Καθώς όμως αναπτύχθηκαν οι οικονομικές τεχνικές και αναγνωρίστηκαν …   Dictionary of Greek

  • αγροτικό ζήτημα — Τo σύνολο των θεμάτων που αφορούν την αγροτική πολιτική, κυρίως όμως τα προβλήματα που αφορούν την κατανομή της αγροτικής ιδιοκτησίας. Το βασικό χαρακτηριστικό του α.ζ. είναι η αποξένωση των αγροτών από την ιδιοκτησία της γης και η ανεπάρκεια του …   Dictionary of Greek

  • αγρότης — I Ο καλλιεργητής της γής, ο γεωργός· με ευρύτερη έννοια, ο κάτοικος της υπαίθρου.Η μορφή του α. διαγράφεται καθαρά από τους πρώτους ιστορικούς χρόνους. Διαφέρει από τη μορφή του κατοίκου των αστικών κέντρων και εμφανίζει ιδιαίτερα κοινωνικά… …   Dictionary of Greek

  • εθνικοποίηση — Το σύνολο των μέτρων με τα οποία παραγωγικές επιχειρήσεις ή και ολόκληροι τομείς της οικονομίας περιέρχονται υπό την κυριότητα και τον έλεγχο του κράτους. Ο όρος είναι δημιούργημα της σύγχρονης εποχής και χρησιμοποιείται με πολλές παραπλήσιες… …   Dictionary of Greek

  • κτηματολόγιο — Δημόσιος κατάλογος που περιλαμβάνει τη γενική καταγραφή, τη μέτρηση και την εκτίμηση των ακινήτων μιας χώρας. Με τον ίδιο όρο δηλώνεται επίσης το σύνολο των ενεργειών με τις οποίες επιτυγχάνεται η αποτύπωση, προκειμένου να γίνει η κατανομή της… …   Dictionary of Greek

  • οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»